λουβιάρης
Смотреть что такое "λουβιάρης" в других словарях:
λουβιάρης — α, ικο βλ. λωβιάρης … Dictionary of Greek
λωβιάρης — και λουβιάρης, άρα, ικο αυτός που πάσχει από λώβα, λεπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αγαθ ιάρης, λιγδ ιάρης)] … Dictionary of Greek
λωβιάρης — λωβιάρης, ο και λουβιάρης, ο θηλ. άρα ο λεπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)